- προυφισταμαι
- προϋφίσταμαιπρο-ϋφίστᾰμαι(aor. 2 προϋπέστην) существовать ранее Sext.
δυνατοῦ ἥ δύναμις προϋφίσταται Plut. — возможность предшествует возможному
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δυνατοῦ ἥ δύναμις προϋφίσταται Plut. — возможность предшествует возможному
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek
προϋπόστασις — άσεως, ἡ, ΜΑ [προϋφίσταμαι] το να έχει κάτι εκ τών προτέρων υπόσταση, το να υπάρχει κάτι εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
προϋφίστημι — ΜΑ [ὑφίστημι] 1. καθιερώνω προηγουμένως, δίνω προηγουμένως ύπαρξη σε κάτι («τὰς ἄλλας λογικὰς δυνάμεις προϋπέστησεν ὁ Θεός», Αιν. Γαζ.) 2. μέσ. προϋφίσταμαι υπάρχω από πριν, προϋπάρχω («ἐν ἀπορρήτοις λογισμοῑς τοῡ πατρὸς προϋφισταμένων», Ευσ.) … Dictionary of Greek
ՆԱԽԱԳՈՅԱՆԱՄ — ( ) NBH 2 0386 Chronological Sequence: 8c չ. ՆԱԽԱԳՈՅԱՆԱԼ. προϋφίσταμαι, προϋπάρχομαι praeexisto. որպէս Նախագոլ. նախագոյ գտանիլ. անեղութիւն աստուծոյ. եւ որպէս Նախագոյակ լինել. կանխաւ գտանիլ իրաց. նախաբնաւորիլ. *Վասն ազնուի եւ բարւոյ նախագոյացելոյ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)